- ἄσπορος
- 2 незасеянный
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
άσπορος — η, ο (AM ἄσπορος, ον) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος») 2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους… … Dictionary of Greek
ἄσπορος — ἄσπαρτος unsown masc/fem nom sg ἄσπορος unsown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόρως — ἄσπαρτος unsown adverbial ἄσπαρτος unsown masc/fem acc pl (doric) ἄσπορος unsown adverbial ἄσπορος unsown masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπορον — ἄσπαρτος unsown masc/fem acc sg ἄσπαρτος unsown neut nom/voc/acc sg ἄσπορος unsown masc/fem acc sg ἄσπορος unsown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασποριά — η (AM ἀσπορία) [άσπορος] νεοελλ. η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια μσν. η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία) αρχ. η στειρότητα, η ατεκνία … Dictionary of Greek
βαθύσπορος — βαθύσπορος, ον (Α) βαθιά σπαρμένος, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σπόρος < σπόρος < σπείρω. (πρβλ. άσπορος, ομόσπορος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
παντάσπορος — ον, Α εξ ολοκλήρου άσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἄσπορος] … Dictionary of Greek
χερσάσπορος — ἡ, Α (ενν. γῆ) άγονη έκταση, όπου δεν αξίζει να σπείρει κανείς τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄσπορος «αυτός που δεν έχει σπαρεί»] … Dictionary of Greek
ἀσπόροις — ἄσπαρτος unsown masc/fem/neut dat pl ἄσπορος unsown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόρου — ἄσπαρτος unsown masc/fem/neut gen sg ἄσπορος unsown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόρους — ἄσπαρτος unsown masc/fem acc pl ἄσπορος unsown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)